- παρεννέπω
- παρεννέπω,A tell tales, A.R.3.367.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρεννέπω — Α 1. ενθαρρύνω, εμψυχώνω, παρηγορώ 2. προτρέπω, παρακινώ, συμβουλεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐννέπω / ἐνέπω «συζητώ, μιλώ παραινετικά»] … Dictionary of Greek